εὐπάρθενος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάρθενος Medium diacritics: εὐπάρθενος Low diacritics: ευπάρθενος Capitals: ΕΥΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: eupárthenos Transliteration B: euparthenos Transliteration C: efparthenos Beta Code: eu)pa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A famed for fair maidens, Tryph.51, Nonn.D.39.188.    II εὐ. Δίρκα Dirce, happy maid! E.Ba.520 (lyr.), cf. AP6.287 (Antip.), Nonn.D.16.311; cf. εὔπαις.

German (Pape)

[Seite 1087] 11 gute, glückliche Jungfrau; Δίρκα Eur. Bacch. 520; Ἄρτεμις Antp. Sid. 23 (VI, 287); – εὐνή, jungfräulich, Nonn. 16, 311. – 2) mit vielen od. schönen Jungfrauen, ἄστυ Tryphiod. 51.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάρθενος: -ον, περίφημος διὰ τὰς ὡραίας παρθένους, Τρυφ. 51. ΙΙ. εὐπ. Δίρκη, εὐδαίμων παρθένος, Εὐρ. Βάκχ. 520. πρβλ. Ἀνθ. Π. 287, Νόνν. Δ. 16. 311, καὶ ἴδε ἐν λ. εὔπαις.

Greek Monolingual

εὐπάρθενος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους
2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.)
3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει-πάρθενος, καλλι-πάρ-θενος].