ἐπιδίζημαι
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A inquire besides, go on to inquire, Hdt.1.95. 2. seek for or demand besides, Id.5.106: so ἐπιδίζομαι Mosch.2.28.
German (Pape)
[Seite 938] (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 rechercher en outre;
2 demander en outre.
Étymologie: ἐπί, δίζημαι.
Greek Monolingual
ἐπιδίζημαι (Α)
1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τον τε Κῡρον», Ηρόδ.)
2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»].