ὀργαίνω

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργαίνω Medium diacritics: ὀργαίνω Low diacritics: οργαίνω Capitals: ΟΡΓΑΙΝΩ
Transliteration A: orgaínō Transliteration B: orgainō Transliteration C: orgaino Beta Code: o)rgai/nw

English (LSJ)

   A = ὀργίζω, make angry, enrage, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT335.    II intr., like ὀργίζομαι, grow or be angry, Id.Tr.552 ; τινι with one, E.Alc.1106 ; cf. ὁρμαίνω 11.2.

German (Pape)

[Seite 368] zornig machen, u. allgemeiner, in Leidenschaft versetzen, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, Soph. O. R. 335. – Auch intrans., zornig werden, in Leidenschaft gerathen, Soph. Trach. 549, wie Eur. Alc. 1110, τινί

Greek (Liddell-Scott)

ὀργαίνω: ἕτερος τύπος τοῦ ὀργίζω ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν διεγείρω, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ὤργαναopt. 2ᵉ sg. ὀργάνειας;
1 tr. mettre en colère, irriter;
2 intr. se mettre en colère, être irrité : τινί, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.

Greek Monolingual

ὀργαίνω (Α) οργή
1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον
2. οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῡν ἔχουσαν», Σοφ.).