παροράω
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
aor. παρεῖδον (q.v.) : aor. Pass.
A παρώφθην D.10.8 : pf. Pass. παρῶμμαι Men.207 :—look at by the way, nolice, remark, X.Cyr.7.1.5 codd.; τινί τι something in one, Hdt.1.37,108, Ar.Av.454. II look past, i.e. overlook a thing, Arist.HA602b3 (Pass.), Machoap.Ath.6.244d, etc. 2 disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. X.HG7.4.21, D.18.161, etc.; cf. παρωθέω 1.1 :—Pass., τυγχάνει παρεωραμένον Arist.Metaph.995a27, cf. LXX Ec.12.14. 3 neglect, ἐν οὐδενὶ τῶν συμφερόντων παρεωράκασι τὴν σύνοδον SIG704E 20 (Delph., ii B. C.). 4 concede, OGI5.15 (Scepsis, iv B. C.), Phld. Rh.2.267 S. III see amiss, see wrong, παρακούειν ἢ παρορᾶν Pl. Tht.157e, cf. Hp.Ma.300c. IV look sideways, εἴς τινα or πρός τι, X.Smp.8.42, Cyr.7.1.4 ; εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA630b1 ; ἐπὶ τὸν ἡγούμενον Ascl.Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.
German (Pape)
[Seite 527] (s. ὁράω), 1) vorbei-, übersehen; ὀλίγον μὲν πονηρὸν παρορᾶται, πολὺ δὲ γινόμενον ἐν ὀφθαλμοῖς μᾶλλόν ἐστι, Arist. pol. 6, 4; τὰ μικρὰ τῶν ἰχθυδίων σώζεται διὰ τὸ παρορᾶσθαι, H. A. 8, 19; Pol. 5, 55, 9 u. Folgde; dah. vernachlässigen, nicht beachten, sich um Etwas nicht kümmern, νόμους παριδοῦσα, Antiph. 1, 24; τὴν κοινὴν σωτηρίαν παρόψονται, Dem. 14, 5; ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην, 10, 8; παρεωρᾶσθαι καὶ ἐν ούδενὶ μέρει εἶναι, 2, 18, wo Bekker παρεῶσθαι aufgenommen; ἐρῶμεν ἀλλοτρίων, παρορῶμεν συγγενεῖς Alexis bei Ath. III, 123 e; τὴν ἀλήθειαν, Pol. 16, 20, 8. 30, 17, 4. – 2) falsch sehen, wie παρακούω; Plat. Theaet. 157 e, vgl. Hipp. mai. 300 c; Arist. de insomn. 1; vgl. Plut. adv. Stoic. 44. – 3) Einem Etwas ansehen, an ihm bemerken; τάχα γὰρ τύχοις ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, Ar. Av. 454; δειλίαν τινί, Her. 1, 37. Auch von der Seite nach Einem hinsehen, εἴς τινα, Xen. Conv. 8, 42, vgl. Cyr. 7, 1, 4 u. 5; εἰς τὸ πλάγιον παρορᾶν μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν, Arist. H. A. 9, 45; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροράω: μέλλ. -όψομαι: ἀόρ. παρεῖδον (ὃ ἴδε)· ἀόρ. παθ. παρώφθην Ψευδο-Δημ. 133. 18· παθητ. πρκμ. παρῶμμαι Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 8. Προσβλέπω ὡς ἐν παρόδῳ, παρατηρῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· τινί τι Ἡρόδ. 1. 37, 108, Ἀριστοφ. Ὄρν. 454. ΙΙ. βλέπω τι ἐν παρόδῳ δὲν παρατηρῶ αὐτὸ μετὰ προσοχῆς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 19, κλ. 2) παραβλέπω, παραμελῶ, ἀμελῶ, τοὺς νόμους Ἀντιφῶν 114. 6, κτλ., πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 4, 21, Δημ. 281. 13, κτλ. - Παθ., τυγχάνει παρεωραμένον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 2. 1, 1· ἴδε παρωθέω Ι. ΙΙΙ. βλέπω ἐσφαλμένως, βλέπω κακῶς, παρακούειν ἢ παρορᾶν Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 300C. IV. βλέπω πλαγίως, εἴς τινα ἢ πρός τι Ξεν. Συμπ. 8, 42, Κύρ. 7. 1, 4· εἰς τὸ πλάγιον π. μᾶλλον ἢ εἰς τὸ πρόσθεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5.
French (Bailly abrégé)
f. παρόψομαι, ao.2 παρεῖδον, pf. παρεόρακα;
Pass. ao. παρώφθην, pf. παρῶμμαι;
1 regarder de côté : εἴς τινα, jeter les yeux de côté sur qqn;
2 regarder à côté ; négliger, dédaigner;
3 remarquer qch chez ou dans : τινί τι qch en qqn.
Étymologie: παρά, ὁράω.