ἀποδίομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
French (Bailly abrégé)
sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.
English (Autenrieth)
see ἐξαποδίομαι.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.