φιλίτια

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source

Greek (Liddell-Scott)

φιλίτια: τά, = συσσίτια, αἱ κοιναὶ τράπεζαι τῶν Σπαρτιατῶν, ἐν αἷς πάντες οἱ πολῖται συνεδείπνουν βάδιζ’... εἰς τὰ φιλίτια, ἀπόλαυε τοῦ ζωμοῦ Ἀντιφάνης ἐν «Ἄρχοντι» 1· ἴδε Müller Dor. 4. 3, 3, ὅστις δοξάζει ὅτι ὁ τύπος φιδίτια (ὡς φέρεται ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πολιτικ. 2. 9, 30., 2. 10, 5, Πλουτ.) καὶ φειδίτια (ὡς παρὰ Δικαιάρχῳ καὶ Φυλάρχῳ παρ’ Ἀθην. 141Α, κἑξ., Παυσ. 7. 1, 8, κλπ.) δυνατὸν νὰ εἶναι ἁπλῶς κωμικαὶ παρῳδίαι τῆς λέξεως ταύτης (ὥσπερ ἐκ τοῦ ῥήματος φείδομαι, οἱονεὶ λιτὰ ἢ εὐτελῆ γεύματα)· ― παρ’ Ἀντιφάν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα (ὅπερ εἶναι ἐπιχείρημα ὑπὲρ τοῦ τύπου φῐλίτια), καὶ ὁ Φώτιος παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ φιλία, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 736. 51. ― Ἐν Κρήτῃ τὰ συσσίτια ἐκαλοῦντο ἀνδρεῖα, ἴδε ἀνδρεῖος ΙΙΙ. ΙΙ. φιλίτιον, τό, ἡ κοινὴ αἴθουσα, ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ κοινὴ τράπεζα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28, Λακ. Πολ. 3, 5· φέρεται καὶ φιδίτιον ἐν Πλουτ. Λυκούργ. 26, Ἀγησ. 20, κλπ.· φειδίτιον παρ’ Ἀθην. 139C.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. φειδίτια ; au sg. τὸ φιλίτιον repas commun à Sparte.
Étymologie: cf. φειδίτιον, φιδίτιον.
Syn. συσσίτιον.