διαχειμάζω
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
A pass the winter, Th.7.42, X.An.7.6.31.
German (Pape)
[Seite 613] durchwintern, in Winterquartieren liegen, Thuc. 6, 74 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειμάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, Θουκ. 7. 42, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 31.
French (Bailly abrégé)
passer l’hiver.
Étymologie: διά, χειμάζω.
Spanish (DGE)
1 pasar el invierno, invernar gener. en cont. milit. ἐν Κατάνῃ Th.7.42, cf. X.An.7.6.31, Str.15.2.10, ἅμ' ὥρᾳ θέρους ἔξω στρατεύειν, οἴκοι δὲ διαχειμάζειν Plu.Cam.2, cf. 2.207e, Arr.An.1.24.1, 4.17.3, Procop.Pers.2.14.8
•gener. τοῦ μὴ διαχειμάζειν ἐπὶ ξένης de no pasar el invierno en el extranjero Ph.2.548, cf. Str.3.4.20, I.AI 15.310, Lib.Ep.13 (p.587).
2 en v. med. fig. encolerizarse, rabiar περὶ τούτου Tit.Bost.Man.M.18.1133C.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
περνώ τον χειμώνα κάπου, ξεχειμωνιάζω.