ἑπτάφθογγος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A seven-toned, κιθάρα E.Ion881 (lyr.); συμφωνία Nicom.Exc.6.
German (Pape)
[Seite 1013] siebentönig, κιθάρα Eur. Ion 881; λύρα Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάφθογγος: -ον, ἑπτάφωνος, κιθάρα Εὐρ. Ἴων 881.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept sons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, φθέγγομαι.
Greek Monolingual
ἑπτάφθογγος, -ον (Α)
ο επτάτονος.