ἐπινεφρίδιος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφρίδιος Medium diacritics: ἐπινεφρίδιος Low diacritics: επινεφρίδιος Capitals: ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epinephrídios Transliteration B: epinephridios Transliteration C: epinefridios Beta Code: e)pinefri/dios

English (LSJ)

ον,

   A upon the kidneys, δημός Il.21.204.

German (Pape)

[Seite 965] an den Nieren, δημός Il. 21, 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve sur les reins.
Étymologie: ἐπί, νεφρός.

English (Autenrieth)

(νεφρός): over the kidneys, Il. 21.204†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).