εὔκολλος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ον, (κόλλα)
A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.
Greek Monolingual
εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].