ἱπποτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτρόφος Medium diacritics: ἱπποτρόφος Low diacritics: ιπποτρόφος Capitals: ΙΠΠΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hippotróphos Transliteration B: hippotrophos Transliteration C: ippotrofos Beta Code: i(ppotro/fos

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A horse-feeding, abounding in horses, of Thrace, Hes.Op.507; of Argos, Pi.N.10.41; πόλις B.10.114.    II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.    2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.

German (Pape)

[Seite 1261] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; ἄστυ Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτρόφος: -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. ἱππόβοτος, ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους χάριν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ ἱπποτροφία ἦτο ἐν Ἑλλάδι σημεῖον πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο ὡσαύτως χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν πόλεων, ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ δύναμις ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· οἷον ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. ἱππεύς, ἱπποβάτης, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des chevaux (contrée, etc.);
2 qui nourrit ou élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, τρέφω.

English (Slater)

ἱπποτρόφος
   1 rearing horses †ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο† Argos (N. 10.41) ἱππο̆τρόφοι τ' ἐγένοντο the Kleonymidai (I. 4.14)

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, -ον)
(για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους
νεοελλ.
αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος, πτηνο-τρόφος].