κελαινώπας

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινώπας Medium diacritics: κελαινώπας Low diacritics: κελαινώπας Capitals: ΚΕΛΑΙΝΩΠΑΣ
Transliteration A: kelainṓpas Transliteration B: kelainōpas Transliteration C: kelainopas Beta Code: kelainw/pas

English (LSJ)

α, ὁ, (ὤψ)

   A black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m. dor.
à l’aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.

Greek Monolingual

κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].