μεναίχμης

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεναίχμης Medium diacritics: μεναίχμης Low diacritics: μεναίχμης Capitals: ΜΕΝΑΙΧΜΗΣ
Transliteration A: menaíchmēs Transliteration B: menaichmēs Transliteration C: menaichmis Beta Code: menai/xmhs

English (LSJ)

ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ,

   A staunch soldier, Anacr.70(dub.): as Adj., χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.

Greek Monolingual

μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ-αίχμης, φυγ-αίχμης].