οἰοπόλος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοπόλος Medium diacritics: οἰοπόλος Low diacritics: οιοπόλος Capitals: ΟΙΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oiopólos Transliteration B: oiopolos Transliteration C: oiopolos Beta Code: oi)opo/los

English (LSJ)

ον, (οἶος, πέλομαι) of places,

   A lonely, ὄρεα Od.11.574 ; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377 ; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28.    II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19 ; Ἑρμῆς h.Merc.314 ; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309 ; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413 ; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.

English (Autenrieth)

(πέλομαι): lonely.

English (Slater)

οἰοπόλος
   1 solitaryοἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)

Greek Monolingual

(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο-πόλος.———————— (II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιππο-πόλος.