ὀλολυγή

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγή Medium diacritics: ὀλολυγή Low diacritics: ολολυγή Capitals: ΟΛΟΛΥΓΗ
Transliteration A: ololygḗ Transliteration B: ololygē Transliteration C: ololygi Beta Code: o)lolugh/

English (LSJ)

, (ὀλολύζω) any

   A loud cry, esp. of women invoking a god, αἱ δ' ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον Il.6.301, cf. h.Ven.19 (pl.), Ar.Lys.240 ; δοκέει ἔμοιγε καὶ <ἡ> ὀ. ἐπὶ ἱροῖσι ἐνταῦθα πρῶτον γενέσθαι Hdt.4.189 ; θεία μακάρων ὀ. Ar.Av.222 ; κραυγῇ τε καὶ ὀ. χρωμένων, of the alarm given in the attack on Plataea, Th.2.4.—Mostly in good sense, sts. even opp. to a wailing cry, ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν E.Med. 1176 ; σύν τ' εὐαγορίᾳ σύν τ' εὔγμασι σύν τ' ὀλολυγαῖς Call.Lav.Pall. 139.

German (Pape)

[Seite 325] ἡ, lautes Geschrei; αἱ δ' ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον, Il. 6, 301, vom lauten Anruf der Athene; ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν, Eur. Med. 1176; σεμναί, Troad. 1073; Ar. Lys. 240; ἐν ἱεροῖσι, Her. 4, 189; κραυγῇ καὶ ὀλολυγῇ χρώμεναι, von Frauen, Thuc. 2, 4; Folgde; Luc. Bacch. 4; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολῡγή: ἡ, (ὀλολύζω) μεγάλη, ἰσχυρὰ κραυγή, μάλιστα γυναικῶν ἐπικαλουμένων θεότητά τινα, «φωνὴ γυναικῶν ἣν ποιοῦνται ἐν τοῖς ἱεροῖς εὐχόμεναι» (Ἡσύχ.), αἱ δ’ ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνη χεῖρας ἀνέσχον Ἰλ. Ζ. 301, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 19, Ἀριστοφ. Λυσ. 240· δοκέει ἔμοιγε καὶ ἡ ὀλ. ἐπ’ ἱροῖσι ἐνταῦθα πρῶτον γενέσθαι Ἡρόδ. 4. 189· θεία μακάρων ὀλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 222· κραυγῇ τε καὶ ὀλ. χρωμένων, ἐπὶ τοῦ θορύβου ὃν ἤγειραν αἱ γυναῖκες καὶ οἱ δοῦλοι κατὰ τὴν νυκτερινὴν κατὰ τῶν Πλαταιῶν ἐπίθεσιν τῶν Θηβαίων, Θουκ. 2. 4. ― Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦν ἐν χρήσει ἐπὶ καλῆς σημασ., διαφέρουσα κατὰ τοῦτο τοῦ Λατ. ululatus, ἐνίοτε δὲ ῥητῶς ἐνάντια τῇ θρηνητικῇ κραυγῇ, ἀντίμολπον ἦκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτὸν Εὐρ. Μήδ. 1176· σὺν τ’ εὐαγορίᾳ σὺν τ’ εὔγμασι σὺν τ’ ὀλολυγαῖς χαῖρε, θεὰ Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 139· ἴδε ὀλολύζω, -υγμα, -υγμός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cri aigu et plaintif, particul.
1 cri de femmes qui implorent une divinité;
2 cri de douleur, hurlement de douleur, lamentation.
Étymologie: ὀλολύζω.

English (Autenrieth)

outcry of women's voices, Il. 6.301†.

Greek Monolingual

η (Α ὀλολυγή) ολολύζω
νεοελλ.
γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ' ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγή χαράς («συν τ' εὔγμασι σὺν τ' ὀλολυγαῑς χαῑρε, θεά», Καλλίμ.).