ὁμογάστριος
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον,
A from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁ. Il.24.47 ; ὁ. Ἕκτορος 21.95 ; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.) ; νύμφαι Man.6.118 ; μίασμα Hld.7.5.
German (Pape)
[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.
English (Autenrieth)
(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].