προνοητικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνοητικός Medium diacritics: προνοητικός Low diacritics: προνοητικός Capitals: ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pronoētikós Transliteration B: pronoētikos Transliteration C: pronoitikos Beta Code: pronohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A provident, cautious, wary, X.Mem.1.3.9, Men.Epit.344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. -ώτερος Procop.Arc.19. Adv. -κῶς X.Mem.1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.AJ11.5.8: Sup. -ώτατα most wisely, A.D.Pron.104.13.    2 taking thought or care for, esp. of divine providence, θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Arist.EN1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.Inst.120: Comp. -ώτερος Chio Ep.15.2.    II of things, showing forethought or design, X.Mem.4.3.6.

German (Pape)

[Seite 735] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.

Greek (Liddell-Scott)

προνοητικός: -ή, -όν, ὁ προνοῶν, προφυλακτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 prévoyant;
2 qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.
Étymologie: προνοέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προνοητής
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει
2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾱλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτος
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)
2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῡτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόν
η πρόνοια.
επίρρ...
προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Ν
κατά τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.