πολύχορδος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχορδος Medium diacritics: πολύχορδος Low diacritics: πολύχορδος Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: polýchordos Transliteration B: polychordos Transliteration C: polychordos Beta Code: polu/xordos

English (LSJ)

ον,

   A many-stringed, βάρβιτον Theoc.16.45; many-toned, of the flute, Simon.46, cf. Pl.R.399d (Sup.); π. ᾠδαί E.Med.196 (anap.); πολυχορδοτάτα γῆρυς the sound of many strings, Id.Rh.548 (lyr.): metaph., δημοκρατία Plu.2.827b.

German (Pape)

[Seite 677] vielsaitig, vielstimmig; ᾠδαί, γῆρυς, Eur. Med. 196 Rhes. 548; καὶ πολυαρμόνια ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d, vgl. Poll. 4, 67; von der Flöte, wie Simonid. bei Aristid. or. 49 p. 513.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχορδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C (ἔνθα -ότατον), Πολυδ. Δ΄, 67· ὡσαύτως π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. γῆρυς, ὁ ἦχος πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., δημοκρατία Πλούτ. 2. 827Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de cordes ; qui a un grand nombre de sons (flûte, etc.);
Cp. πολυχορδότερος, Sp. πολυχορδότατος.
Étymologie: πολύς, χορδή.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχορδος, -ον, ΝΑ
(για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο
ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές
αρχ.
1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές
2. (σχετικά με άσματα ή μουσικά κομμάτια) αυτός που άδεται ή εκτελείται από πολλές φωνές ή εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές
3. φρ. «πολύχορδος δημοκρατία»
μτφ. δημοκρατία με πολυφωνία (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισό-χορδος].