πρόσθε
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
Ion. and poet. for πρόσθεν (q.v.).
German (Pape)
[Seite 765] ion. u. poet. statt πρόσθεν, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσθε: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ πρόσθεν, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. πρόσθεν.
English (Slater)
πρόσθε, (ν)
1 earlier ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν (O. 10.31) πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (O. 10.50) ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ (P. 3.14) οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (P. 9.125) κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ (N. 9.15) διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71) τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα (Pae. 8.84) followed by πρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.91)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πρόσθεν.