προσμαρτυρέω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
A bear witness in addition, π. τούτους εἶναι κληρονόμους Is.6.45; confirm by evidence, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην D.45.12, cf. ib.88; π. ταῦτά τινι Plu.Arist.25, etc.: c. dat., bear additional witness to, confirm a thing, τὰ πράγματα -εμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς Plb.3.89.4, cf. Plu.2.119e, etc.:—Pass., προσεμαρτυρεῖτο αὐτῷ ὅτι . . PCair.Zen.288.7 (iii B.C.), cf. S.E.M.7.212. 2 ascribe, πάντα τῷ θεῷ J.AJ5.8.9. II Astrol., to be also in aspect, Procl.Par.Ptol.249, Man.4.384.
German (Pape)
[Seite 772] noch dazu bezeugen, πρὸς ὑπερβολήν, Is. 6, 45; durch sein Zeugniß bestätigen, c. dat. der Sache, τῇ προκλήσει, Dem. 45, 12; τὰ πράγματα προσεμαρτύρησε τοῖς λογισμοῖς αὐτοῦ, Pol. 3, 90, 4; Luc. de salt. 23; τῷ ῥηθέντι, Plut. consol. ad Apollon. p. 363.
Greek (Liddell-Scott)
προσμαρτῠρέω: φέρω μαρτυρίαν προσέτι, μαρτυρῶ προσέτι, π. τι εἶναι Ἰσαῖ. 60. 42· βεβαιῶ διὰ μαρτυρίας, τῇ προκλήσει τὴν διαθήκην Δημ. 1105. 2, πρβλ. 1128. 12· πρ. τινί τι Πλουτ. Ἀριστείδ. 25, κτλ.· ― ἀμεταβ., πρ. τινι, φέρω πρόσθετον μαρτυρίαν περὶ τοῦ πράγματος, Πολύβ. 3. 90, 4, Πλούτ. 119E, κτλ. ― Παθ., προσεμαρτυρήθη ὅτι… Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attester en outre ; confirmer par son témoignage : τινί τι témoigner de qch en faveur de qqn.
Étymologie: πρός, μαρτυρέω.