σκυδμαίνω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυδμαίνω Medium diacritics: σκυδμαίνω Low diacritics: σκυδμαίνω Capitals: ΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: skydmaínō Transliteration B: skydmainō Transliteration C: skydmaino Beta Code: skudmai/nw

English (LSJ)

=

   A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].