στήμων

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήμων Medium diacritics: στήμων Low diacritics: στήμων Capitals: ΣΤΗΜΩΝ
Transliteration A: stḗmōn Transliteration B: stēmōn Transliteration C: stimon Beta Code: sth/mwn

English (LSJ)

Dor. στάμων [ᾱ] AP6.160.6 (Antip. Sid.), ονος, ὁ: (ἵστημι, cf. στῆσαι τὸν σ. Poll.7.32):—the

   A warp in the upright loom, στήμονι δ' ἐν παύρῳ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι Hes.Op.538; ἄττεσθαι Hermipp.2; ἀκλώστους σ. Pl.Com.221; κρόκη καὶ σ. PLille 6.12 (iii B.C.); ξύλων . . στήμονα ἐχόντων τοὺς κάλους laths with the cords as their warp (so as to form mats), Apollod.Poliorc.169.7; cf. Pl.Plt.281a,282d, Cra.388b, Orph.Fr.33.    2 pl., in woodwork, dub. sens., of parts of a ceiling, Inscr.Délos 504 A 6,9,10 (iii B.C.).    II thread, σ. ἔνης α Batr.183, cf. Ar.Lys.519, Men.892; προσεμβαλόντες σ. καινόν PCair.Zen.423.10 (iii B.C.), cf. 484.14 (dub. sens.); στήμονος ἡμιμναῖον PEnteux.31.4 (iii B.C.); φαντασίαι . . οἷον τριχῶν ἢ κρόκης ἢ στήμονος Gal.18(2).73; οἱ σ. οἱ ἑψόμενοι Thphr.Ign.43; σ. ἐξεσμένος, nickname of a very thin person, 'threadpaper', Ar.Fr. 728; strand in torsion engine, Ph.Bel.58.19: metaph., ἐκ σαπροῦ κρεμάμενοι σ. Plu.Phoc.30.

German (Pape)

[Seite 942] ονος, ὁ, der Aufzug am stehenden, senkrechten Webstuhl der Alten, an welchem der Weber bei der Arbeit stand, die Kette, Hes. O. 540; στήμονα νεῖν, Ar. Lys. 519, Ggstz κρόκη, der Einschlag, Plat. Polit. 281 a Crat. 388 b. – Eben so am Flechtwerke die Stäbe, um welche die dünnen Ruthen geschlagen werden, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

στήμων: -ονος, ὁ, (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο ὄρθιος ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται κρόκη, ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν κρόκα μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, νῆμα, στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· στήμων ἐξεσμένος, σκωπτικὸν ὄνομα ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
chaîne de tisserand.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; cf. ἵστημι, cf. lat. stamen.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α
βλ. στήμονας.