τάρβος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρβος Medium diacritics: τάρβος Low diacritics: τάρβος Capitals: ΤΑΡΒΟΣ
Transliteration A: tárbos Transliteration B: tarbos Transliteration C: tarvos Beta Code: ta/rbos

English (LSJ)

εος, τό,

   A alarm, terror, Il.24.152, S.OT296, etc.; περίφοβόν μ' ἔχει τ. A.Supp.736 (lyr.); ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. Id.Ag.858; ἀμφὶ τάρβει Id.Ch.547; ζωπυροῦσι τ. folld. by acc. of persons feared (cf. δέος 1), Id.Th.290 (lyr.).    2 awe, reverence, τινος for one, Id.Pers.696 (lyr.).    II an object of alarm, a fear or alarm, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; S.El.412; πόλει τάρβος ἦσθα E.Ba.1310.--Poet. word, rare in Prose, as Aret. SD1.6, Plu.2.666b. (Cf. Skt. tarjati 'threaten', Lat. torvus.)

German (Pape)

[Seite 1070] εος, τό, Schrecken, Furcht; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί, μηδέ τι τάρβος, Il. 24, 152. 181; Aesch. Spt. 271; περίφοβόν μ' ἔχει τάρβος, Suppl. 736, u. öfter; ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Soph. El. 404; οὕτω δὲ τάρβους ἐς φόβον τ' ἀφικόμην, Eur. Phoen. 361. Vgl. noch über die Ableitung Plut. de superst. 3.

Greek (Liddell-Scott)

τάρβος: -εος, τό, φόβος, τρόμος, Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. δέος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) φόβος, σεβασμός, τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, πρᾶγμα φοβερόν, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει τάρβος ἦσθα Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. λέξις σπανία παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g , tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 effroi, crainte;
2 sujet de crainte;
3 respect.
Étymologie: cf. R. skr. Targ « menacer » ; targâmi « je menace ».

English (Autenrieth)

εος: fear, dread.

Greek Monolingual

-ους και -εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φόβος, δέος, τρόμος
2. σεβασμός, ευλάβεια
3. αντικείμενο που προξενεί φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ταρβῶ].