ὑποφεύγω

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφεύγω Medium diacritics: ὑποφεύγω Low diacritics: υποφεύγω Capitals: ΥΠΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypopheúgō Transliteration B: hypopheugō Transliteration C: ypofeygo Beta Code: u(pofeu/gw

English (LSJ)

Ion. Iterat. ὑποφεύγεσκε v.l. in Hdt.2.174:—

   A flee from under, shun, τινα Il.22.200, E.El.1343 (anap.); φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Il.21.57; ὑ. τὸν πλοῦν withdraw from, endeavour to evade, Th. 4.28.    II abs., retire a little, withdraw, Hdt.4.111,120, Th.3.97; evade, Pl.Lg.762b.    2 of land, recede, Peripl.M.Rubr.26.    3 pass under or through, τὴν λῆξιν καὶ τὴν αὔξησιν δι' ἧς ὑ. ἡ φύσις Zos.Alch.p.108B.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφεύγω: μέλλ. -ξομαι, ἐκφεύγω, κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· οἷον δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον ἀπομακρύνομαι, Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.

French (Bailly abrégé)

fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; τι à qch (à un danger, etc.).
Étymologie: ὑπό, φεύγω.

English (Autenrieth)

flee before, escape by flight, Il. 22.200†.

Greek Monolingual

Α φεύγω
1. διαφεύγω, κατορθώνω να ξεφύγω
2. αποσύρομαι, απομακρύνομαι.

Greek Monotonic

ὑποφεύγω: μέλ. -ξομαι,
I. ξεφεύγω κρυφά, κατορθώνω να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· αποσύρω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Θουκ.
II. απόλ., αποσύρομαι για λίγο, λιγάκι, απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.