Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιόω

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐόω Medium diacritics: συμβιόω Low diacritics: συμβιόω Capitals: ΣΥΜΒΙΟΩ
Transliteration A: symbióō Transliteration B: symbioō Transliteration C: symvioo Beta Code: sumbio/w

English (LSJ)

fut. -βιώσομαι: pf. -βεβίωκα: aor. -εβίων, inf. -βιῶναι, but also aor. 1

   A -βιῶσαι Thphr. HP2.1.2, D.S.4.54, Sor.2.89:—live with, τινι Isoc.15.97; μετά τινος Arist.MM1212b31; πρός τινα (v. συμβιωτέον) ; ἥδιστος συμβιῶναι Isoc.Ep.4.4; χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν Arist.EN1126a31; ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Pl.Smp.181d; of a husband, Wilcken Chr.122.3 (i A.D.); of a concubine, BGU614.3 (iii A.D.); of a wedded pair, as opp. to mere cohabitation (συνοικεῖν), Plu.2.142f, cf. BGU251.4 (i A.D.), etc.    2 of plants, [ἐλάαν φασὶ] πρὸς κιττὸν σ. Thphr. l.c.    3 metaph., σ. τῷ φρονεῖν Clearch.15; ἀγαθῇ τύχῃ D.18.266; χαρὰ σ. τινί Plu.2.1099f; σ. μέσφι θανάτου, of a disease, Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 978] (s. βιόω), mit, zugleich, zusammen leben, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι, Plat. Conv. 181 d; Arist. eth. 4, 11, Pol. 10, 25, 2 u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιόω: μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ ὡσαύτως ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε συμβιωτέονἥδιστος συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἐλαία πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. μέσφι θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre ensemble ou avec ; fig. vivre avec (la sagesse, le bonheur, etc.) τινι.
Étymologie: σύμβιος.

Greek Monotonic

συμβιόω: μέλ. -βιώσομαι, παρακ. -βεβίωκα, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· ζω με κάποιον άλλο, συζώ, συμβιώνω, συνυπάρχω, με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ.