Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπονήχομαι

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονήχομαι Medium diacritics: ἀπονήχομαι Low diacritics: απονήχομαι Capitals: ΑΠΟΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: aponḗchomai Transliteration B: aponēchomai Transliteration C: aponichomai Beta Code: a)ponh/xomai

English (LSJ)

   A escape by swimming, swim away, Plb.16.3.14, Luc. Pisc.50: metaph., τοῦ σώματος escape from .., Plu.2.476a; πόλεως J.BJ2.20.1.

German (Pape)

[Seite 316] wegschwimmen, so daß man entkommt, πρὸς τὴν ναῦν Pol. 16, 3; Luc. Pisc. 50; oft Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονήχομαι: μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., ἐκφεύγω κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.

French (Bailly abrégé)

s’échapper à la nage.
Étymologie: ἀπό, νήχομαι.

Spanish (DGE)

huir nadando c. ac. de direc. ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο Hedyle SHell.456.5, ἀπενήξατο πρὸς τὴν τριημιολίαν Plb.16.3.14, abs. τοὺς δ' ἀπονηξαμένους συνέλαβε Polyaen.4.7.4
fig. escaparse c. gen. τοῦ σώματος ὥσπερ ἐφολκίου Plu.2.476a, πόλεως ὥσπερ βαπτιζομένης νεώς I.BI 2.556.

Greek Monolingual

ἀπονήχομαι (Α)
1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά
2. ξεφεύγω.

Greek Monotonic

ἀπονήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., διαφεύγω κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.