πολυχορδία

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχορδία Medium diacritics: πολυχορδία Low diacritics: πολυχορδία Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΙΑ
Transliteration A: polychordía Transliteration B: polychordia Transliteration C: polychordia Beta Code: poluxordi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the use of many strings in the lyre, Pl.R.399c, Phan.Hist.17, etc.: pl., Plu.2.661d.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Saiten, Plat. Rep. III, 399 c u. Sp., wie Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχορδία: ἡ, ἡ χρῆσις πολλῶν χορδῶν ἐν τῇ λύρᾳ, Πλάτ. Πολ. 399C, Ἀθήν. 352D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de cordes.
Étymologie: πολύχορδος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχορδος
1. (για λύρα) πληθώρα χορδών, μεγάλος αριθμός χορδών
2. (σχετικά με λύρα) η χρήση πολλών χορδών
3. μουσικό κομμάτι που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.

Greek Monotonic

πολῠχορδία: ἡ, χρήση πολλών χορδών στη λύρα, σε Πλάτ.