ὑπεκφεύγω
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
A flee away or escape, Il.8.243, 20.191, Od.23.320, S.Ant.553, Pl.Euthd.291b. II mostly c. acc., escape from, ὑ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα, Il.6.57, 16.687, Od.3.175, al.; μίασμα S.Ant.776; ἐπηρείας τοιαύτας Marcellin.Puls. 89; τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων . . ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.2.90, cf. 91.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φεύγω), daraus entfliehen, heimlich entkommen; Il. 8, 243. 20, 191 Od. 23, 320; gew. c. acc., ὄλεθρον 12, 446, κῆρα Il. 16, 687 u. öfter; ὃπως μίασμα πᾶσ' ὑπεκφύγῃ πόλις, Soph. Ant. 772, vgl. 549; πολλοὺς ὑπεκφύγοις ἂν ἀνθρώπων λόγους Eur. Suppl. 565; τὶ ἐς τόπον, Thuc. 2, 91; Plat. Euthyd. 291 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω κρυφίως, Ἰλ. Θ. 243, Υ. 191, Ὀδ. Ψ. 320, Σοφ. Ἀντ. 553, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., διαφεύγω τι, ὑπ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα (ἴδε ἐν λέξ., ὑπεκφέρω), Ἰλ. Ζ. 57, ΙΙ. 687· μίασμα Σοφ. Ἀντ. 776· τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων... ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 91.
French (Bailly abrégé)
1 intr. s’enfuir secrètement;
2 échapper à, acc..
Étymologie: ὑπό, ἐκφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ὑπεξέφυγον and ὑπέκφυγον, opt. -οι, inf. -έειν: escape or come safely forth from, w. acc.
Greek Monolingual
ὑπεκφεύγω ΝΜΑ
διαφεύγω κρυφά
νεοελλ.
αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμό
αρχ.
(με αιτ.) αποφεύγω («ὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -εξέφῠγον·
I. διαφεύγω ή αποδρώ, δραπετεύω κρυφά, σε Όμηρ., Σοφ.
II. κυρίως με αιτ., ξεφεύγω από, γλιτώνω από, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.