σκορδίνημα
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ατος, τό,
A stretching, Hp.Epid.2.3.1; also σκορδῐν-ησμός, ὁ, ib.6.5.1 (σκορδῐν-ισμός codd., as in Gal.17(2).244).
German (Pape)
[Seite 904] τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.
Greek Monolingual
και κορδίνημα, τὸ, Α σκορδινῶμαι
η κατάσταση του σκορδινῶμαι, το τέντωμα τών άκρων του σώματος.