συγγέωργος

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγέωργος Medium diacritics: συγγέωργος Low diacritics: συγγέωργος Capitals: ΣΥΓΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: syngéōrgos Transliteration B: syngeōrgos Transliteration C: syggeorgos Beta Code: sugge/wrgos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monotonic

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.