πλακόεις

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκόεις Medium diacritics: πλακόεις Low diacritics: πλακόεις Capitals: ΠΛΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: plakóeis Transliteration B: plakoeis Transliteration C: plakoeis Beta Code: plako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.

German (Pape)

[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδηςπλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr.πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -όεις].