σκηρίπτω

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηρίπτω Medium diacritics: σκηρίπτω Low diacritics: σκηρίπτω Capitals: ΣΚΗΡΙΠΤΩ
Transliteration A: skēríptō Transliteration B: skēriptō Transliteration C: skiripto Beta Code: skhri/ptw

English (LSJ)

   A prop, fix, plant firmly, ἐνὶ γαίῃ χηλάς A.R.2.667.    II Hom. only in Med., δὸς δέ μοι [ῥόπαλον], . . σκηρίπτεσθ' to support myself withal, Od.17.196; σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε pressing, pushing against it, with hands and feet, 11.595; so φρίκη ἐν ῥέθεϊ σ. Nic. Th.721; ἐπί τινος Ph.2.274; βακτηρίᾳ ib.317: abs., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται sustained, ib.512. (Found only in pres.; formed by assimilation of σκήπτω (Ep. only in pres.) to ἐστήρικτο, στηρίξασθαι, etc. (Ep. only in tenses other than pres.).)

German (Pape)

[Seite 897] stützen, stämmen, steifen, wie σκήπτω, ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε, Ap. Rh. 2, 666; – med. sich stützen, lehnen, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, Od. 11, 595, mit Händen u. Füßen angestämmt; δὸς δέ μοι ῥόπαλον σκηρίπτεσθαι, 17, 196, gieb mir einen Knittel, mich darauf zu stützen; Nic. Ther. 721 vrbdt φρίκη ἐν ῥέθεϊ σκηρίπτεται.

Greek (Liddell-Scott)

σκηρίπτω: ὡς τὸ σκήπτω, στηρίζω, ἐμπήγω, φυτεύω στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι [[[ῥόπαλον]]], ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, φρίκη ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ αὐτόθι 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, αὐτόθι 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

mid. inf. -εσθαι, part. -όμενος: lean upon, ‘push against,’ Od. 11.595.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.)
1. στηρίζω, στυλώνω
2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)
3. παθ. σκηρίπτομαι
υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.)
4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκηρίπτομαι (< στηρίπτομαι ή στηρίξασθαι με ευφωνική ανομοίωση) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. σκήπτομαι και τον αόρ. στηρίξασθαι του στηρίζω].