περιχάσκω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
aor. 2 περιέχᾰνον and pf. περικέχηνα (as if from περιχαίνω, which is post-classical):—
A open the mouth wide, gape, Hp. Morb.2.26, Phld.Rh.1.194S. b open a girdle, Heliod. ap. Orib. 48.58.5 (s.v.l.). II close the jaws over, take into the mouth, Arist. HA604b18, D.S.10.18, Dsc.Eup.2.138, Luc.Merc.Cond.3, Ael.NA4.33, Hippiatr.119; π. τὸν ἀέρα snap at the air, of a lion, Ach.Tat. 2.22.
German (Pape)
[Seite 600] Nebenform von περιχαίνω, nur im praes. u. imperf. gebr. (s. χάσκω), Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περιχάσκω: ἀόρ. β΄ περιέχᾰνον καὶ πρκμ. περικέχηνα (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. περιχαίνω, ὅπερ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Φώτ.) ― Ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, Ἱππ. 469. 70. ΙΙ. καταπίνω μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 33, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· π. τὸν ἀέρα Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 22· λαμβάνω εἰς τὸ στόμα, τι Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. 2) χάσκω πρός τι, τι Φώτ.· π. τινί, χάσκω διά τι πρᾶγμα, Κλήμ. Ἀλ. 242.
Greek Monolingual
Α
1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο
2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα
3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χάσκω «ανοίγω το στόμα»].