ἀποκνίζω

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκνίζω Medium diacritics: ἀποκνίζω Low diacritics: αποκνίζω Capitals: ΑΠΟΚΝΙΖΩ
Transliteration A: apoknízō Transliteration B: apoknizō Transliteration C: apoknizo Beta Code: a)pokni/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω,

   A nip or snip off, τι Hp.Steril.214, Ar.Ach.869, Sotad.Com.1.23, Thphr.HP6.8.2; κηφῆνος πτερόν Arist.HA554b5; ἀπότινος D.S.2.4; τινός Plu.2.977b; wring off, κεφαλήν LXXLe.1.15; ἀ. τὰ ὄμματα, perh. f.l. for ἀπόκναισον, Tab.Defix.Aud.242.59 (Carthage, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 307] abbrechen, abschneiden, Sotad. bei Ath. VII, 293 d; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκνίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτωἀποτέμνω μικρὸν τεμάχιον, «τσιμπῶ», τι Ἱππ. 677. 6, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 23· ἀπό τινος Διόδ. 2. 4· τινὸς Πλούτ. 2. 977Β.

French (Bailly abrégé)

égratigner, écorcher.
Étymologie: ἀπό, κνίζω.

Spanish (DGE)

1 cortar τὸ ἄνθος Thphr.HP 6.8.2, de unos pececillos τούτων ... τὰ κρανία Sotad.Com.1.23, τὴν κεφαλήν LXX Le.1.15, κηφῆνος πτερόν Arist.HA 554b5, καρπούς Cyr.Al.M.71.541C
arrancar ἀπόκνισον αὐτῶν τὰ ὄμματα ἵνα μὴ βλέπωσιν TDA 242.57 (Cartago III d.C.)
quitar, prescindir de εὐξύνετον γράμμα SB 8026.47.
2 pelar μώλυζαν σκορόδου Hp.Steril.214.
3 c. gen. morder, mordisquear τοῦ δελέατος Plu.2.977b
c. ἀπό y gen. picotear de unas palomas ἀπὸ τῶν τυρῶν D.S.2.4.

Greek Monolingual

ἀποκνίζω (Α) κνίζω
1. κόβω κάτι με το νύχι, γρατζουνώ
2. αφαιρώ.

Greek Monotonic

ἀποκνίζω: μέλ. -ίσω, αποκόπτω το άκρο ή ένα μικρό κομμάτι από κάτι, τσιμπολογώ.