παλινσκοπιά

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσκοπιά Medium diacritics: παλινσκοπιά Low diacritics: παλινσκοπιά Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: palinskopiá Transliteration B: palinskopia Transliteration C: palinskopia Beta Code: palinskopia/

English (LSJ)

ἡ,

   A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.