ψιλόταπις
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A a smooth carpet, a carpet without pile, PCair. Zen.48.2 (iii B. C.); opp. ἀμφίταπις, Lycon ap.D.L.5.72, cf. Cephisodor. ap. Ath.12.548e, Clearch.25; written ψιλόδαπις in Paus.Gr. Fr.304; cf. ψιλός 11.1.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, = ψιλόδαπις.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλότᾰπις: -ιδος, ἡ, λεῖος τάπης οὐχὶ οὖλος· ἀντίθετον τῷ ἀμφίταπις, Λύκων παρὰ Διογένει Λαερτίῳ 5. 72, πρβλ. Ἀθήν. 548Ε, Κλήμ. Ἀλεξ. 216· φέρεται ψιλόδαπις, παρὰ Κλεάρχῳ ἐν Ἀθην. 255Ε· πρβλ. ψιλὸς ΙΙ. 1.
Greek Monolingual
και ψιλοδάπις, -άπιδος, ἡ, Α
κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις.