καινουργία

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργία Medium diacritics: καινουργία Low diacritics: καινουργία Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kainourgía Transliteration B: kainourgia Transliteration C: kainourgia Beta Code: kainourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A making new: innouation in the state, ταραχὴ καὶ κ. Isoc.6.50; of Christianity, prob. in OGI569.18 (Arycanda, iv A. D.); renewal, recreation, τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of manufacture, J.AJ12.2.9, cf. D.H.Isoc.9, Hierocl.p.52A.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργία: ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ καινουργία Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
innovation, particul. innovation politique, révolution.
Étymologie: καινουργός.

Greek Monolingual

καινουργία, ἡ (AM) καινουργός
μσν.
ανανέωση, ανακαίνιση
αρχ.
1. νεωτερισμός, καινοτομία
2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

καινουργία: ἡ, μεταβολή, νεωτερισμός, σε Ισοκρ.