ἀνόλεθρος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον,
A not ruined, having escaped ruin, Il.13.761.
German (Pape)
[Seite 240] 1) nicht zu Grunde gerichtet, dem Verderben entronnen, Il. 13, 761 οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέθρους, vgl. Schol. Aristonic. – 2) akt., nicht verderbend (?), vgl. ἀνώλεθρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόλεθρος: -ον, ὁ μὴ παθὼν ὄλεθρον, ὁ μὴ ἐξολοθρευθείς, Ἰλ. Ν. 761, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἀνώλεθρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas subi de dommage, qui n’a pas péri.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
English (Autenrieth)
untouched by destruction, pl., Il. 13.761†.
Spanish (DGE)
-ον
libre de la ruina τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι ... ἀνολέθρους Il.13.761.
Greek Monolingual
ἀνόλεθρος, -ον (Α)
αυτός που γλύτωσε τον όλεθρο, την καταστροφή.
Greek Monotonic
ἀνόλεθρος: Επικ. αντί ἀνώλεθρος.