ἀρραβών
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A earnest-money, caution-money, deposited by the purchaser and forfeited if the purchase is not completed, ἀ. δοῦναί τινος Is.8.20, cf. Arist.Pol.1259a12, Stilpoap.D.L.2.118, BGU446.18 (ii A. D.): pl., deposits required from public contractors, IPE12.32B34 (Olbia). 2 generally, pledge, earnest, τὴν τέχνην ἔχοντες ἀ. τοῦ ζῆν Antiph.123.6; τοῦ δυστυχεῖν . . ἀ. ἔχειν Men.697, cf. LXX Ge. 38.17,18, Ep.Eph.1.14. 3 present, bribe, Plu.Galb.17. (Semitic, prob. Phoenician, word, Hebr. 'ērābōn: freq. written ἀραβών, UPZ 67.14 (ii B.C.), Ep.Eph. l. c., etc.) II ἀρραβών· πρόδομα, καὶ ἄγκιστρον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰβών: -ῶνος, ὁ, χρηματικὴ προκαταβολὴ προκαταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ ἀγοραστοῦ, κοιν. «καπάρον», Λατ. arrhabo arrha, «ἡ ἐν ταῖς ὠναῖς παρὰ τῶν ὠνουμένων διδομένη πρώτη καταβολὴ ὑπὲρ ἀσφαλείας» (Σουΐδ), ἀρραβῶνα δοῦναί τινος Ἰσαῖος 71. 20, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 5· κατὰ πληθ. χρηματικαὶ καταθέσεις ἀπαιτούμεναι παρὰ τῶν μετὰ τοῦ δημοσίου συμβαλλομένων, καὶ εὐθὺς ἐνέγκαι εἰς τὴν ἐκκλησίαν χρυσοῦς πεντακοσίους εἰς τοὺς ἀρραβῶνας Ψήφισμ. Ὀλβιοπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 2) καθόλου, ἐγγύη, ἀσφάλεια, ἡμεῖς δ’ ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν ἀεὶ πεινῶμεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1, 6· τοῦ δυστυχεῖν... ἀρρ. ἔχειν Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 148· ἐνέχυρον, Ἑβδ. (Γεν. λη΄, 17, 18), Ἐπιστ. π. Ἐφ. α΄, 14. 3) = μνηστεία Βαλσαμ. ἐν Νομοκάν. 13. 3, προσέτι = τῇ λέξει μνῆστρον· «μνῆστρον, ὁ τοῦ γαμβροῦ ἀρραβὼν» Λεόντ. Νεαρ. 172. - Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλ. ὑπάρχει ἰδία τελετὴ ἀρραβῶνος, «ἀκολουθία ἐπὶ μνήστροις, ἤτοι τοῦ ἀρραβῶνος» Εὐχολόγ. σ. 238. (Λέξις καθαρῶς Σημιτική, πιθ. Φοινικική, Ἑβραϊστί: èrâvôn, ἣν οἱ Ἑβδομ. μετέφρασαν ἀρραβὼν ἐν Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.: ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἀπαντᾷ τρίς, ἴδε Γεσένιον).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
arrhes ; gage.
Étymologie: orig. sémit.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰβών) -ῶνος, ὁ
• Grafía: graf. ἀρα- PMil.Vogl.212.2re.13 (II d.C.), BGU 446.5, 17, 18 (II d.C.)
1 en cont. comerciales señal, anticipo que se da al comprar algo y que se pierde si se incumple el compromiso ἀρραβῶνα δεδωκέναι Is.8.23, ἀ. ἀναπόριφος PFay.91.14 (I d.C.), BGU 2111.7, 446.5 (II d.C.), cf. Arist.Pol.1259a12, PRyl.555.10 (III a.C.), IIl.5.30 (III a.C.), UPZ 67.13 (II a.C.), BGU 446.17, 18 (II d.C.), PSarap.59.2.8, PMil.Vogl.l.c., Stilpo, POxy.2721.22 (III d.C.), Hsch.
•en plu. depósitos exigidos a un contratista IPE 12.32B.34 (Olbia III a.C.).
2 gener. garantía, seguridad sin cont. Cratin.230, ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν Antiph.123.6
•del Espíritu Santo ὅς ἐστιν ἀρραβὼν τῆς κληρονομίας ἡμῶν Ep.Eph.1.14, cf. Men.Fr.688, LXX Ge.38.17, Pall.H.Laus.37.4, Hsch.H.Hom.5.6.10
•fig. οὐκ ἐμάνθανον κακῶν μεγίστων ἀρραβῶνα λαμβάνων Pl.Com.80.
3 fig. regalo, soborno ἐφθάκει δ' ὁ γενναῖος ... ἀρραβῶσι μεγάλοις τὸν Οὐίνιον Plu.Galb.17, cf. Hsch.
• Etimología: Prést. semítico, cf. hebr. ’ērābōn’.
Greek Monotonic
ἀρρᾰβών: -ῶνος, ὁ, χρηματική προκαταβολή, χρηματική κατάθεση, που καταβάλλεται από τον αγοραστή και κατάσχεται εφόσον η αγορά δεν ολοκληρωθεί (καπάρο), Λατ. arrhabo, arrha, σε Ισαίο, Κ.Δ. (λέξη εβρ.).