ἀστρωσία

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρωσία Medium diacritics: ἀστρωσία Low diacritics: αστρωσία Capitals: ΑΣΤΡΩΣΙΑ
Transliteration A: astrōsía Transliteration B: astrōsia Transliteration C: astrosia Beta Code: a)strwsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A practice of sleeping without bedding, Pl.Lg.633c (pl.).

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρωσία: ἡ, ἡ ἕξις τοῦ κατακλίνεσθαι οὐχὶ ἐπὶ στρωμνῆς, ἀστρωσίαι καὶ ἀνυποδησίαι Πλάτ. Νόμ. 633C.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carencia de manta en plu. ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι Pl.Lg.633c, cf. Aristaenet.2.20.23.

Greek Monolingual

η (Α ἀστρωσία) άστρωτος
η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής
νεοελλ.
η ακαταστασία, η ασυγυρισιά.