ἀτονία
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ,
A slackness, enervation, debility, Hp.Aër.20; laziness, Epicur.Nat.54 G.; ψυχῆς Plu.2.535d; ἀσθένεια καὶ ἀ. Luc.Nigr.36; ἰνῶν ἀ. καὶ τρόμος Phld.Acad.Ind.p.76M.; as Stoic term, lack of τόνος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.120,123, Arr.Epict. 2.15.4, etc.; in oratory, lack of vigour in delivery, Hermog.Inv.4.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Abspannung, Mattigkeit, Plut. de vit. pud. 18; = ἀσθένεια Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτονία: ἡ, ἔκλυσις, χαλάρωσις τῶν δυνάμεων, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλούτ. 2. 535D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
relâchement, affaiblissement, langueur.
Étymologie: ἄτονος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.20
1 en sent. fís. flojedad, falta de vigor, debilidad οὐ γὰρ δύνανται τοῖς τόξοις ξυντείνειν ... ὑπὸ ὑγρότητος καὶ ἀτονίης Hp.l.c., ἰν(ῶ)ν (ἀ)τονίαν Phld.Acad.Ind.76, ὑπὸ γὰρ ἀσθενείας καὶ ἀτονίας οὐδὲ ἀφικνεῖται τὰ βέλη αὐτοῖς πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36, στομάχου Dsc.1.22, cf. Hsch.
•op. εὐτονία falta de tensión entre los estoicos ref. tanto al cuerpo como al alma (cf. 2) καθάπερ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος θεωρεῖται ἰσχύς τε καὶ ἀσθένεια, εὐτονία καὶ ἀ. Chrysipp.Stoic.3.120, cf. 121
•impotencia sexual ἐπεὶ οὐκ εὖ διέκειτο πρὸς τὰ ἀφροδισία ... δι' ἀτονίαν Eust.1680.4
•falta de resistencia καὶ οὐκ ἀντέχει τῶν ξύλων ἡ ἀ. πρὸς τὴν τοῦ βάρος προσβολὴν ὑποκλάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.11
•poca fuerza (τοῦ ὕδατος) cuando lleva poco caudal, Gr.Nyss.Virg.280.15.
2 en sent. moral debilidad, falta de firmeza οὐ μαχόμεθα τοῖς ἔθισμα καὶ οὐ τὴν ἀτονίαν ἔχουσιν Epicur.Fr.[34.23] 7, ἀ. ψυχῆς Plu.2.535d, cf. Chrysipp.ll.cc. (cf. 1), del que cae en la herejía ὑπὸ ἀτονίας καὶ μικροψυχίας Gr.Nyss.Eun.3.6.40, op. τόνος ‘enervamiento’, Arr.Epict.2.15.4
•falta de fuerza en ret. torpeza de un orador, Hermog.Inu.4.3, ἀ. τῆς ἑρμηνευτικῆς δυνάμεως Gr.Nyss.Apoll.147.17, de un razonamiento διὰ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀτονίαν τοῦ λογισμοῦ Nil.M.79.161B.
Greek Monolingual
η (AM ἀτονία) άτονος
καταβολή των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις
νεοελλ.
1. χαλάρωση, εξασθένηση
2. έλλειψη ή ελάττωση του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («ατονία της μήτρας»).