δελφύς

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελφύς Medium diacritics: δελφύς Low diacritics: δελφύς Capitals: ΔΕΛΦΥΣ
Transliteration A: delphýs Transliteration B: delphys Transliteration C: delfys Beta Code: delfu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.

German (Pape)

[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
matrice.
Étymologie: DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».

Greek Monolingual

δελφύς (-ύος), η (Α)
η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. gwelbh- «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš-, ουδ. με θέμα σε -ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός
«η μήτρα» (Ησύχ.), που συνδέεται με αρχ. ινδ. garbha-, αβεστ. gar∂wa- με ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος (βλ. και λ. αδελφός)].

Greek Monotonic

δελφύς: -ύος, ἡ, μήτρα, σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου ἀ-δελφός).