ἐκπηνίζομαι

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηνίζομαι Medium diacritics: ἐκπηνίζομαι Low diacritics: εκπηνίζομαι Capitals: ΕΚΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpēnízomai Transliteration B: ekpēnizomai Transliteration C: ekpinizomai Beta Code: e)kphni/zomai

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι,

   A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.

Spanish (DGE)

devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.

Greek Monolingual

ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.