ἐπιβιόω
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
only in aor. 2 -εβίων:—
A live over or after, survive, ἐπεβίω δύο ἔτη Th.2.65; ἐπεβίων διὰ παντὸς [τοῦ πολέμου] Id.5.26; ἐπιβιόντος . . πένθ' ἡμέρας D.41.18, cf. Is.2.45; but αἷς ἂν . . ἐπιβιῶ live to see married, Pl.Ep.361d. (Freq. corrupted to -βιοῦντα, etc. in codd.)
German (Pape)
[Seite 929] (s. βιόω), nach-, überleben, αἷς ἂν ἐγὼ ἐπιβιῶ Plat. ep. XIII, 361 d; μετὰ τὴν ποίησιν ἐπεβίω Is. 2, 15; ἐπεβίων διὰ παντὸς αὐτοῦ Thuc. 5, 26; ἐπιβιοῦντος μετὰ ταῦτα αὐτοῦ πλεῖον ἢ πένθ' ἡμέρας Dem. 41, 18 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβιόω: μέλλ. -βιώσομαι: ἀόρ. -εβίων:- ἐπιζῶ, ζῶ μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ἐπεβίω δύο ἔτη Θουκ. 2. 65· ἐπεβίων διὰ παντὸς τοῦ πολέμου 5. 26· ἐπιβιοῦντος… πένθ’ ἡμέρας Δημ. 1053. 15· αἷς ἂν... ἐπιβιῶ Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. ind. et ao.2 ἐπεβίων;
1 vivre jusqu’à la fin de;
2 survivre.
Étymologie: ἐπί, βιόω.
Greek Monotonic
ἐπιβιόω: μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων· ζω επιπλέον ή κατόπιν, επιζώ, σε Θουκ.