εὖντα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Dor. for ἐόντα, neut. pl. of part. ὤν, Theoc.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὖντα: Δωρ. ἀντὶ ἐόντα, οὐδ. πληθ. τῆς μετοχ. ὤν, Θεόκρ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
dor. ou éol. c. ἐόντα, acc. sg. masc. part. prés. de εἰμί.
Greek Monotonic
εὖντα: Δωρ. αντί ἐόντα, ουδ. πληθ. μτχ. ὤν.