ἑτοιμότης

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμότης Medium diacritics: ἑτοιμότης Low diacritics: ετοιμότης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: hetoimótēs Transliteration B: hetoimotēs Transliteration C: etoimotis Beta Code: e(toimo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A readiness, πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; λόγων ἑ. power of speaking offhand, Plu.2.6e, cf. Cam.32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑ. κτήσεως Phld. Oec.p.46 J.; aptitude, Ph.1.392.    II predisposition, Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.

German (Pape)

[Seite 1053] ητος, ἡ, das Bereit-, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἑτοιμότης πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., ἱκανότης εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) προθυμία, κλίσις, διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 action d’être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;
2 inclination, disposition à : πρός τι, à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

Greek Monotonic

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, κατάσταση ετοιμότητας, προετοιμασία, προπαρασκευή, ετοιμότητα, προθυμία, σε Πλούτ.