Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτραῖος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτραῖος Medium diacritics: λιτραῖος Low diacritics: λιτραίος Capitals: ΛΙΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: litraîos Transliteration B: litraios Transliteration C: litraios Beta Code: litrai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415.    II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu’une livre.
Étymologie: λίτρα.

Greek Monolingual

λιτραῑος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.

Greek Monotonic

λῑτραῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια λίτρα, σε Ανθ.