λεύκινος

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκῐνος Medium diacritics: λεύκινος Low diacritics: λεύκινος Capitals: ΛΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leúkinos Transliteration B: leukinos Transliteration C: leykinos Beta Code: leu/kinos

English (LSJ)

η, ον, (

   A λεύκη 11) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631.    2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.).    II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch.s.v. μασχάλην.

German (Pape)

[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.———————— (II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.