νομιστεύομαι
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Pass.,
A to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.
French (Bailly abrégé)
être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.
Greek Monotonic
νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.