ὀβριμοπάτρη

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοπάτρη Medium diacritics: ὀβριμοπάτρη Low diacritics: οβριμοπάτρη Capitals: ΟΒΡΙΜΟΠΑΤΡΗ
Transliteration A: obrimopátrē Transliteration B: obrimopatrē Transliteration C: ovrimopatri Beta Code: o)brimopa/trh

English (LSJ)

ἡ,

   A daughter of a mighty sire, epith. of Athena, Il.5.747, al., Hes. Th.587, Sol.4.3 :

German (Pape)

[Seite 289] ἡ, die einen starken Vater hat, des starken Vaters Tochter, so heißt Athene, Il. 5, 747 u. öfter, wie Hes. oft; Sol. fr. 15, 3; Ar. Equ. 1174. – Das masc. ὀβριμόπατρος kommt nicht vor, u. ὀβριμοπάτηρ ist bei Hesych. falsch gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοπάτρη: ἡ, (πατὴρ) θυγάτηρ ἰσχυροῦ πατρός, παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσ. ἀείποτε ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Ε. 747, κτλ.· οὕτω Σόλων 3. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1178. Οὐδὲν ἀρσεν. ὀβριμόπατρος φαίνεται ὑπάρχον· - τύπος ὀβριμόπατρις εὕρηται παρ’ Ἡσυχ.: «ὀβριμόπατρις λέγεται ὁ ἰσχυρὸς πατήρ».

French (Bailly abrégé)

ης;
ion.
v. ὀβριμοπάτρα.

English (Autenrieth)

daughter of a mighty father, Atnēna.

Greek Monolingual

ὀβριμοπάτρη και ὀβριμοπάτρα και ὀβριμοπάτρις, ἡ (Α)
(ως επίθ. της Αθηνάς) κόρη ισχυρού πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος + -πάτρα / -πάτρη (< πατήρ, πατρός), πρβλ. θεο-πάτρα.

Greek Monotonic

ὀβρῐμοπάτρη: ἡ (πατήρ), κόρη ισχυρού πατέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα, κ.λπ.